Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πιο κατάλληλος

См. также в других словарях:

  • κατάλληλος — η, ο (AM κατάλληλος, ον) αυτός που έχει τις απαιτούμενες ιδιότητες για κάτι, πρόσφορος, χρήσιμος, αρμόδιος («ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση») αρχ. 1. ο αντίστοιχος 2. γραμμ. αυτός που είναι ορθά συγκροτημένος 3. (για το κείμενο τού… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • καλέμι — Ατσάλινο εργαλείο που χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία για τη χάραξη των μετάλλων. Κ. ονομάζεται επίσης και ένα προϊστορικό εργαλείο από πυρίτη, αρκετά διαδεδομένο στην ανώτερη παλαιολιθική εποχή, το οποίο όμως εμφανιζόταν σποραδικά και στην… …   Dictionary of Greek

  • ελαιοδυναμικά μηχανήματα — Μηχανές που χρησιμοποιούν την πίεση του ελαίου για να εκτελέσουν ένα μηχανικό έργο. Αποτελούνται βασικά από μια αντλία, η οποία προσδίδει την κατάλληλη πίεση στο έλαιο, από μια δεξαμενή, από ένα μηχανικό όργανο που εκτελεί το έργο με πίεση και… …   Dictionary of Greek

  • εκλογή — η 1. επιλογή, προτίμηση, διάλεγμα, ξεχώρισμα: Εκλογή χρώματος. 2. η πράξη με την οποία διαλέγεται με ψηφοφορία κάποιος ως πιο κατάλληλος για την κατάληψη αξιώματος: Εκλογή βουλευτή. – Εκλογή καθηγητή πανεπιστημίου. 3. στον πληθ., εκλογές η άσκηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»